- τεχνοκράτης
- ο, Ν1. οπαδός τής τεχνοκρατίας2. πολιτικός ή δημόσιος λειτουργός που ασκεί το λειτούργημά του με βάση κυρίως τη μελέτη τών οικονομικών μηχανισμών χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψιν ο άνθρώπινος παράγοντας3. εξειδικευμένο πρόσωπο στην επιστήμη ή στην τεχνική, με πείρα και γνώσεις, που βρίσκουν εφαρμογή στην πολιτική, καθώς και στην οικονομική και κοινωνική ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. technocrat < τέχνη + -κράτης (< κράτος*)].
Dictionary of Greek. 2013.